- δυσβάσταχτος
- -η, -οαυτός που είναι δύσκολο να τον κουβαλήσει κανείς, αβάσταχτος, αφόρητος: Κουβαλούσε ένα δυσβάσταχτο φορτίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυσβάστακτος — και δυσβάσταχτος, η, ο (AM δυσβάστακτος, ον) 1. αυτός που δύσκολα βαστάζεται εξαιτίας τού βάρους του («φορτία δυσβάστακτα») 2. αφόρητος, καταθλιπτικός, αβάσταχτος («φόροι δυσβάστακτοι») … Dictionary of Greek
επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… … Dictionary of Greek
μελανός — ή, ό (ΑM μελανός, ή, όν, Μ και μελενός, ή, ον) μέλας, μαύρος νεοελλ. 1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός 2. φρ. α) «μελανό σημείο» μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης β) «μελανός νάνος» αστρον. ουράνιο… … Dictionary of Greek